-
1 βοήθεια
βοήθεια, ἡ, eigtl. das zu Hülfe Eilen, eine Hülfsmannschaft, Hülfstruppen, Thuc. 4, 8 u. folgde Histor., Xen. Hell. 7, 4, 12: auch im plur.; παρά τινος, ἐπί τινα; Schutz, τῇ ἀπορίᾳ Mem. 2, 8, 6; ἡ τῶν στενῶν β., der Vortheil der Enge, Plut. Them. 12; Vertheidigung, τινί, für etwas, Plat. Parm. 128 c; τινός, wogegen, Epist. VII, 332 e.
-
2 βοήθεια
βοήθεια, eigtl. das zu Hilfe Eilen, eine Hilfsmannschaft, Hilfstruppen; ἡ τῶν στενῶν β., der Vorteil der Enge; Verteidigung, τινί, für etwas; τινός, wogegen -
3 τότε
τότε, adv. der Zeit, dem Fragewort πότε entsprechendes Demonstrativ, damals, dann, da; eigentlich – a) in Beziehung auf einen Relativsatz, der entweder folgt, mit ὅτε oder ὁππότε, dann – wann, Od. 23, 257, oder ὁπότε κεν, Il. 9, 702. 18, 115. 22, 365, oder vorangeht, ὁπότ' ἂν δή – τότε, 21, 341, ὁπότε κεν – δὴ τότε, Od. 10, 294. – Daher auch übh. wie unser da, dann, als Partikel des Nachsatzes; nach ἀλλ' ὅτε δή –, Il. 21, 451; nach εἰ, 4, 36; nach εἴ κε, Il. 11, 112. 17, 83; nach ἐπεί κε, Il. 11, 192. 207. So nach ἦμος – δὴ τότε, Il. 1, 476 Od. 9, 59; – καὶ τότε δή, Il. 8, 69, wie ἀλλ' ὅτε δή – καὶ τότε δή, Od. 4, 461; αὐτὰρ ἐπεί – δὴ τότε, Il. 12, 17; εὖτ' ἄν – δή ῥα τότε, Hes. O. 567; ὅταν δ' ἀείδειν ἢ μινύρεσϑαι δοκῶ – κλαίω τότ' οἴκου τοῦδε συμφορὰν στένων, Aesch. Ag. 18, vgl. 744; ἐπεί – τότε, Soph. Trach. 791; ἡνίκα – τότε, Ai. 760. Vgl. noch Xen. An. 4, 1, 10, ἐπεί – τότε δή, wie Cyr. 3, 3, 22; – ἐπειδή – τότε, Plat. Prot. 310 c; ὅταν – τότε καί, Conv. 192 b. – b) ohne diese Beziehung, allein, dann, da, damals; Hom. u. Folgde überall; auch mit subst., ἡ τότε ἀρωγή, die damalige Hülfe, Aesch. Ag. 73; τῇ τόϑ' ἡμέρᾳ, Soph. El. 1123; auch auf die Zukunft gehend, ἀρὰ Κρόνου τότ' ἤδη παντελῶς κρανϑήσεται, Aesch. Prom. 913, wie Soph. Phil. 636 El. 1027 u. sonst; λέξεις, καὶ τότ' εἴσομαι, O. R. 1517; κήρυξ ἄριστος τῶν τότε, Xen. An. 2, 2, 20; τότε μέν – ὕστερον δή, 1, 3, 2; τῶν τότε ἄριστος, Plat. Phaed. 118 b; ἐν τοῖς τότε ἀνϑρώποις, Prot. 343 c; in dem Falle, Il. 1, 100. 4, 182. 22, 108 u. sonst; von einer entweder im Vorhergehenden hinlänglich bestimmten oder auch an sich genugsam bekannten Zeit, τότε καί, Il. 5, 394, καὶ τότε δή, Il. 1, 92. 23, 822 Od. 8, 299. 12, 226, καὶ τότ' ἔπειτα, Il. 1, 426, καὶ τότε μέν, 20, 40, δὴ τότε γε, Od. 15, 228, τότε δή ῥα, 9, 52. – Mit dem Artikel substantivisch, οἱ τότε, die Damaligen, die damals lebten, Il. 9, 559. – Ἐκ τότε, seitdem, εἰς τότε, bis dahin, Plat. Polit. 262 a u. öfter; auch εἰς τὸν τότε χρόνον, Legg. V, 740 c. – c) absolut, von der vergangenen Zeit, sonst, vormals, einst; Soph. Ai. 636; ἡμέραν, ἐν ᾗ τότε πατέρα τὸν ἀμὸν ἐκ δόλου κατέκτανεν, El. 270, u. öfter; vgl. Ar. Th. 13 Plut. 1117; Plat. Gorg. 488 c Theaet. 156 e u. öfter; καὶ τότε καὶ νῦν, Phil. 60 b; τότε μέν – νῦν δέ, Rep. I, 329 a.
См. также в других словарях:
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Πάρι νησιά — (Parry Islands). Ομάδα νησιών στο καναδικό αρχιπέλαγος του Αρκτικού ωκεανού, μεταξύ των στενών Μπάροου, του διαύλου Βισκάουντ Μέλβιλ και των στενών Μακ Κλιουρ στα Ν και της Θάλασσας Πρινς Γκούσταβ Άντολφ, των στενών Μακλήν, των στενών Πένι, του… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
Δερβενάκια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 84 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας. μάχη των Δ.Σειρά συγκρούσεων μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων της Πελοποννήσου με αρχηγό τον… … Dictionary of Greek
Κρέσνα — Χωριό της Βουλγαρίας στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα ποταμού. Από στρατιωτική άποψη, η Κ. αποτελεί ισχυρό αμυντικό σημείο γιατί ελέγχει την ομώνυμη διάβαση, τη γνωστή ως στενά της Κ. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1912 η διάβαση αυτή κατεχόταν από τους… … Dictionary of Greek
Μοντρέ — (Montreux). Πόλη (περ. 22.400 κάτ. το 2001). της Ελβετίας, στην ακτή της λίμνης της Γενεύης. Ανήκει στο καντόνι Βο. Είναι κυρίως τουριστικό κέντρο. Σε μικρή απόσταση από την πόλη αυτή βρίσκεται ο πύργος Σιγιόν, που έχει μετατραπεί σε μουσείο.… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek